- χαλκεομήστωρ
- -ορός, ὁ, Α1. ο έμπειρος στα χάλκινα όπλα2. (κατά τον Ησύχ.) «χαλκεομήστοροςἰσχυρόφρονος».[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο- (βλ. λ. χαλκ[ο]-) + -μήστωρ (< μήστωρ < μήδομαι «σκέπτομαι, συλλογίζομαι»), πρβλ. δορι-μήστωρ, θεο-μήστωρ].
Dictionary of Greek. 2013.